- υστεροβυζαντινός
- -ή, -ό, Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τελευταία φάση τής βυζαντινής περιόδου και συγκεκριμένα στην περίοδο 1081-1453.[ΕΤΥΜΟΛ. < ύστερος + βυζαντινός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υστεροβυζαντινός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τρίτη φάση της βυζαντινής ιστορίας (1081 1453): Υστεροβυζαντινή λογοτεχνία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ύστερος — η, ο/ ὕστερος, έρα, ον, ΝΜΑ, και οὕστερος, ον, και τ. ουδ. ως επίρρ. ὕσταριν, Α 1. αυτός που, σε σχέση με τον χρόνο ή σε σχέση με μια σειρά, ακολουθεί, έρχεται μετά από κάποιον άλλο, ο μεταγενέστερος ενός άλλου (α. «στην ύστερη αρχαιότητα… … Dictionary of Greek
Λουτράκι — I Παράλια πόλη (υψόμ. 51 μ., 11.383 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στην ακτή του Κορινθιακού κόλπου, στους πρόποδες των Γερανείων ορέων. Αποτελεί έδρα του δήμου Λουτρακίου Περαχώρας. Η περιοχή είναι γνωστή για το ξηρό κλίμα της καθώς και… … Dictionary of Greek